- καλυτέρευση
- amélioration
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
καλυτέρευση — η βελτίωση, διόρθωμα, φτιάξιμο: Η μετεωρολογική υπηρεσία μίλησε για καλυτέρευση του καιρού από αύριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καλυτέρευση — η [καλυτερεύω] μεταβολή προς το καλύτερο, βελτίωση … Dictionary of Greek
βελτίωση — η (AM βελτίωσις) [βελτιώ ( ώνω)] το να καλυτερεύει κανείς κάτι ή να καλυτερεύει ο ίδιος, η καλυτέρευση νεοελλ. φρ. 1. «βελτίωση γενετική» σύνολο διαδικασιών με αντικείμενο τη βελτίωση του κληρονομικού δυναμικού των ατόμων ενός ζωικού πληθυσμού 2 … Dictionary of Greek
διόρθωση — η (AM διόρθωσις) [διορθώ] 1. επαναφορά στο σωστό, αποκατάσταση 2. εξάλειψη τών λαθών εντύπου ή γραπτού νεοελλ. 1. βελτίωση, καλυτέρευση, διαρρύθμιση 2. το γραπτό ή έντυπο κείμενο για τον έλεγχο και την αποκατάσταση τών σφαλμάτων 3. στρατ. τα… … Dictionary of Greek
καλλιτέρευση — η η καλυτέρευση*. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλιτερεύω. Η λ., στον λόγιο τ. καλλιτέρευσις, μαρτυρείται από το 1871 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγελου Σ. Βλάχου] … Dictionary of Greek
καλοσύνεμα — το (Μ καλοσύνεμα) [καλοσυνεύω] η τροπή τού καιρού προς ευδία, η καλυτέρευση τού καιρού … Dictionary of Greek
καλοσύνη — και καλωσύνη η (Μ καλοσύνη και καλωσύνη) 1. αγαθότητα, πραότητα, χρηστότητα 2. καλή πράξη, ευεργεσία («μού έχει κάνει πολλές καλοσύνες») 3. καλό, κέρδος, ωφέλεια, όφελος 4. καλός καιρός, γαλήνη, ευδία («σήμερα έχουμε καλοσύνη») νεοελλ. 1. αγάπη,… … Dictionary of Greek
καλυτέρεμα — το [καλυτερεύω] καλυτέρευση* … Dictionary of Greek
καλυτεροσύνη — η [καλύτερος] καλυτέρευση, καλυτέρεμα … Dictionary of Greek
μαλάκωμα — το [μαλακώνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μαλακώνω, μαλάκυνση, απάλυνση 2. καταπράυνση, κατευνασμός («το μαλάκωμα τού θυμού») 3. (για την καιρική κατάσταση) η μετατροπή προς το πιο ήπιο, η καλυτέρευση … Dictionary of Greek
ξεγύρισμα — το [ξεγυρίζω] 1. το γύρισμα τού επάνω κάτω ή τού μέσα προς τα έξω ενός πράγματος 2. καλυτέρευση τής κατάστασης ασθενούς, ανάρρωση 3. μαντρωμένη έκταση … Dictionary of Greek